Λυκόρμᾳ

Λυκόρμᾳ
Λυκόρμᾱͅ , Λυκόρμης
masc dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Λυκόρμα — Λυκόρμᾱ , Λυκόρμης masc nom/voc/acc dual Λυκόρμᾱ , Λυκόρμης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυκόρμας — Λυκόρμᾱς , Λυκόρμης masc acc pl Λυκόρμᾱς , Λυκόρμης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυκόρμαν — Λυκόρμᾱν , Λυκόρμης masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ροδόεις — εσσα, εν, Α 1. φτειαγμένος με ρόδα ή από ρόδα («ῥοδόεντι δὲ χρῑεν ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που μοιάζει με ρόδο ή που θυμίζει ρόδο («ῥοδόεσσα χάρις», Ανθ. Παλ.) 3. αυτός που περιβάλλεται από ρόδα («ἐπὶ ῥοδόεντι Λυκόρμᾳ», Βακχ.) 4. εκείνος που… …   Dictionary of Greek

  • Μάρπησσα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του βασιλιά των Αιτωλών, Ευήνου, και, σύμφωνα με την παράδοση, την άρπαξε ο Ίδας με το άρμα του, το οποίο έσερναν άλογα ικανά να τρέχουν πάνω στο νερό. Ο Εύηνος καταδίωξε τον απαγωγέα της κόρης του, αλλά, μόλις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”